Greek English
Αρχική Σελίδα / Η ζωή στο χωριό / Παραδοσιακά Επαγγέλματα
Print this page

Παραδοσιακά Επαγγέλματα

 

Οι κάτοικοι της Κακοπετριάς, στον παρελθόν, για να καταφέρουν να επιβιώσουν εξασκούσαν παράλληλα περισσότερα από δύο επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα , τα οποία επέζησαν στην Κακοπετριά, είναι του κτίστη, του πελεκάνου, του βοσκού, του υλοτόμου, του μεταξά και του «στρατουρά». Δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση η απουσία από το φάσμα απασχόλησης, της καλλιέργειας της γης, εφόσον η μορφολογία του εδάφους δεν την ευνοούσε.

Τα πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα του παρελθόντος, που εξασκήθηκαν από κατοίκους της Κακοπετριάς, είναι του μεταξά και του «στρατουρά». Ο πρώτος ενασχολείτο με την επεξεργασία του μεταξιού και ο δεύτερος με «τα φορέματα των γαϊδουριών και αλόγων». Τόσο το επάγγελμα του μεταξά όσο και του «στρατουρά», ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Κακοπετριά, γεγονός το οποίο διαφαίνεται και από τη χρησιμοποίησή τους ως επώνυμα, λόγου χάρη, Στρατουράς και Μεταξάς.

Η μεταξουργία, όπως προκύπτει από ιστορική ανασκόπηση, ήταν γνωστή τέχνη στο νησί, αλλά και στην περιοχή αν και μεμονωμένα, από τα βυζαντινά χρόνια. Στην Κακοπετριά, η τέχνη της μεταξουργίας δεν έπαψε να επιζεί - ακόμα και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας- από τα τέλη του 16ου αιώνα μέχρι του 19ου αιώνα.

Η ακμή της μεταξουργίας στην Κακοπετριά, οφείλεται σ’ ένα τολμηρό Κακοπετρίτη, το Χατζησάββα Χατζηγιάννη, όπως υποστηρίζει ο Παπαδοπούλου Αθανάσιος. Ο συγκεκριμένος Κακοπετρίτης, το 1865, ενώ βρισκόταν στο Κτήμα, πληροφορήθηκε πως υπήρχε στην περιοχή ένας αρμένιος, ή διαφορετικά Αρμένης μεταξάς, όπως σώζεται μέσω των λαϊκών αφηγήσεων, ο οποίος παρήγαγε μετάξι με μια αποτελεσματική καινούρια εφεύρεση. Ο Αρμένης θέλοντας να διαφυλάξει την εφεύρεσή του, δεν άφηνε κανένα να προσελκύσει το εργαστήρι του. Τότε, ο Κακοπετρίτης μίσθωσε έναν άντρα, με σκοπό να εισβάλει νύχτα στο εργαστήρι του Αρμένη και να αντιγράψει την εφεύρεσή του, αλλά και για να ανοίξει μια χαραμάδα στο εργαστήρι ώστε ο Κακοπετρίτης να παρακολουθήσει τον τρόπο που εργάζεται ο Αρμένης. Η εφεύρεση του Αρμένη, δεν ήταν τίποτε άλλο από το «δουλάππι» ένα εργαλείο, όπου τυλιγόταν το μετάξι. Ο μισθωτός του Κακοπετρίτη μέτρησε τις διαστάσεις του «δουλαπιού» και κατασκεύασε πανομοιότυπο στον Χατζηγιάννη.

Ο Χατζησάββας Χατζηγιάννη, όταν επέστρεψε στο χωριό του, διέδωσε την εφεύρεση στους συγχωριανούς τους. Έτσι, χάρη στην αποδοτικότητα της εφεύρεσης τα 8/10 του πληθυσμού ενασχολήθηκαν με το επάγγελμά του μεταξά, από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που στα μέσα του 20ου αιώνα, συγκεκριμένα την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγγλική Κυβέρνηση, η οποία εξουσίαζε το νησί, έθεσε την Κακοπετριά σε «επίταξη», με σκοπό να παράγει μετάξι. Το μετάξι, από την Κακοπετριά στελλόταν στο Λονδίνο και χρησιμοποιείτο για την κατασκευή αλεξιπτώτων, που ήταν απαραίτητα για τον πολεμικό εξοπλισμό της Αγγλίας.

Ο μεταξάς ή διαφορετικά μεταξουργός, επεξεργαζόταν το μετάξι, αφού πρώτα έβραζε τα κουκούλια. Ο μεταξάς για να επεξεργαστεί τα κουκούλια και στη συνέχεια να κατασκευάσει το μετάξι, κατασκεύαζε μια αυτοσχέδια μηχανή. Αρχικά κατασκεύαζε τη «νηστιά», ένα μικρό καμίνι, στο οποίο τοποθετούσε ένα «χαρκούδι», ένα δοχείο δηλαδή, γνωστό ως «λένη». Η «λένη» είχε διάμετρο «περίπου δυόμισι ίντζες» και βάθος «οχτώ ίντζες». Επιπλέον, πάνω σε δυο μικρούς πάσσαλους ή αλλιώς στύλλους, τοποθετούσαν ένα άλλο εργαλείο, το «δουλάππι». Άλλο σημαντικό κομμάτι της μηχανής, ήταν ο μύλος με το «διαζίδιν», δηλαδή «ένα κομμάτι ξύλο που είχε μήκος τρεισήμισι πόδια και πάχος δυο ίντζες». Ο μύλος είχε τέσσερα «κατσούνια», κάτι σαν ράβδους, όπου τυλιγόταν το μετάξι. Το μετάξι από τα «κατσούνια», στη συνέχεια, τυλιγόταν στο «δουλάππι». Έπειτα, περνούσε στο «διαζίδι», πάνω στο οποίο καρφωνόταν η λεγόμενη «κατάσταση», μια σειρά με τέσσσερα καρούλια, όπου έκλωθαν το μετάξι.

Αφού ολοκλήρωναν την κατασκευή της μηχανής, άναβαν τη φωτιά στη «νηστιά», το μικρό καμίνι, για να ζεστάνουν νερό στη «λένη». Το νερό δεν έπρεπε να ζεσταθεί πάρα πολύ, αλλά να βρίσκεται σε μέτρια θερμοκρασία. Αν αντιθέτως, το νερό ζεσταινόταν υπερβολικά, τα κουκούλια θα έλιωναν, και αν το νερό ήταν κρύο ή πολύ χλιαρό δεν παραγόταν μετάξι.

Αφού λοιπόν, το νερό έπαιρνε την κατάλληλη θερμοκρασία, ο μεταξάς έριχνε στη «λένη», τα κουκούλια και τα ανακάτευε συνεχώς με ένα καλαμίδι, δηλαδή ένα κομμάτι ξύλο «αροδάφνης». Η επιλογή του ξύλου «αροδάφνης» δεν ήταν τυχαία, οφειλόταν σε τρεις λόγους, πρώτα στην ευελιξία του, συγκεκριμένα μπορούσαν να το λυγίσουν όπως το καμπύλο σχήμα της «λένης» και δεύτερον γιατί δεν έχανε το καμπύλο σχήμα του όταν τοποθετούσαν στο νερό, σε αντίθεση με τα άλλα ξύλα που σε ζεστό νερό ισιώνουν. Τέλος, στο ξύλο της «αροδαφνούσας» γλιστρούσε με ευκολία το μετάξι, γ’ αυτό και τυλιγόταν καλύτερα.

Το μετάξι ακολουθούσε την εξής διαδρομή: από το «καλαμίδι» τυλιγόταν πρώτα στο «πρόσωπο, έπειτα στα καραούλια και απ’ εκεί στους «γάντζους του «διαζιδίου». Το μετάξι συνέχιζε την πορεία του, περνώντας από τους γάντζους στο «δουλάππι». Στο μεταξύ, ο μεταξάς κρατούσε την «καλαμωτή», δηλαδή βέργες από δέντρο μουριάς, οι οποίες ήταν δεμένες παράλληλα. Η «καλαμωτή», η οποία σε μήκος δεν ξεπερνούσε τις δέκα ίντζες, βοηθούσε τον μεταξά να μαζεύει τα νεκρά σκουλήκια, τα οποία έβγαιναν από τα κουκούλια, ενώ παραγόταν η μεταξωτή κλωστή.

Οι καλύτεροι μεταξάδες, ξεχώριζαν από την ικανότητά τους να παράγουν μετάξι, με όσο το δυνατό λιγότερα κουκούλια. Συγκεκριμένα, καλύτεροι μεταξάδες θεωρούνταν όσοι από «επτά οκάδες κουκούλια» κατάφερναν να παράγουν «μια οκά» μετάξι.

Οι μεταξουργοί ήταν αρκετά καλά αμειβόμενοι, σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής τους. Σαφέστερα, από κάθε οκά μεταξιού κέρδιζαν δύο με τρία σελίνια ή διαφορετικά δεκαοχτώ με είκοσι επτά γρόσια. Τα κέρδη κάθε μεταξά κυμαίνονταν γύρω στις τριάντα πέντε με πενήντα λίρες.

Η διάρκεια επεξεργασίας των κουκουλιών, ήταν γύρω στις τριάντα με σαράντα μέρες, αλλά αυτό δεν έκανε ασύμφορο το επάγγελμα του μεταξά, γιατί οι χρηματική αποδοχή ήταν αυξημένη. Τέλος, το επάγγελμα του μεταξά ήταν εποχιακό, διαρκούσε από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα μέσα Ιουνίου.

Η ονομασία του επαγγέλματός του, προδίδει το αντικείμενο της ενασχόλησης του. Ο «στρατουράς», έφτιαχνε «στρατούρια», μια κατασκευή, η οποία αγκάλιαζε την πλάτη του αλόγου ή γαϊδουριού, έμοιαζε σαν «φόρεμα» του ζώου. Επιπλέον, ο «στρατουράς» κατασκεύαζε «τσιούλλους», ένα είδος χοντρού υφάσματος, το οποίο τοποθετείτο κάτω από το σαμάρι. Ο «στρατουράς» αναλάμβανε και την κατασκευή σαμαριών.

Τα απαραίτητα εργαλεία για ένα «στρατουρά» ήταν ένα μεγάλο και ανθεκτικό ψαλίδι, ο «αδραχτάς» ή αλλιώς ρόκα, πάνω στην οποία «έκλωθαν σπάγγο από «καννάβι», «βελονίδες» ή αλλιώς «σακοράφες»,σε τρία διαφορετικά μεγέθη, για το ράψιμο αλλά και ένα κέρατο βοδιού, το οποίο γέμιζαν με λάδι. Το κέρατο του βοδιού, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Παπαδόπουλο, ήταν ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για τον κάθε «στρατουρά», ήταν «σαν λαδικό». Επιπρόσθετα το κέρατο χρησιμοποιείτο, αφενός στο γέμισμα και το ράψιμο των «στρατουριών» και αφετέρου στο λάδωμα των βελονίδων

Ο «στρατουράς» για να κατασκευάσει τα «στρατούρια» του, ή αλλιώς τους «τσούλλους» του, χρειαζόταν τα εξής υλικά: «κκετσιές»,δηλαδή σκληρό «στουπί», το «καννάβι», αλλά και το κατάλληλο ύφασμα για την επένδυση των «στρατουριών».

Το κάθε «στρατούρι» για να κατασκευαστεί, απαιτούσε μια ή δυο μέρες δουλειάς από το «στρατουρά». Η αμοιβή του «στρατουρά» ήταν γύρω στα πέντε με έξι σελίνια, με άλλα λόγια γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα τέσσερα γρόσια.

Οι «στρατουράδες» συνήθιζαν να εξασκούν το επάγγελμά τους και περιοδεύοντας. Σύμφωνα με την παράδοση, «μετά τη Σήκωση του Πενηνταήμερου», οι «στρατουράδες» άρχιζαν να οδεύουν προς αρκετά χωριά της χωριά της Κύπρου, όπως της Πιτσιλιάς, της Πάφου, της Μεσαορίας «για να φτιάξουν ή να ορθώσουν «στρατούρια ή τσιούλλους» ή να φτιάξουν σαμάρια» .

Η επιστροφή των «στρατουράδων» πραγματοποιείτο τη Μεγάλη Εβδόμαδα. Οι «στρατουράδες», κατά τη διάρκεια του ταξιδιού φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τυριά και αυγά, τα απαραίτητα υλικά για την τέλεση της πατροπαράδοτης συνταγής των πασχαλιάτικων εδεσμάτων, όπως των «φλαούνων».

Μετά την Ανάσταση, οι «στρατουράδες» άρχιζαν ένα ακόμη ταξίδι, το οποίο είχε μεγαλύτερη διάρκεια και επιπλέον συμπεριλάμβανε στάση για εργασία, σε περισσότερα χωριά της Κύπρου.

Η 14η Σεμπτεμβρίου, μέρα εορτής του συμβόλου της χριστιανοσύνης ή αλλιώς του Σταυρού, σηματοδοτούσε την επιστροφή των «στρατουράδων» στην Κακοπετριά. Το τέλος του ταξιδιού σήμαινε για τους «στρατουράδες» το στήσιμο μιας μεγάλης γιορτής στο χωριό τους, με «φαγοπότι, βιολιά, τραγούδι και χορούς».

Το επάγγελμα του βοσκού για την Κακοπετριά έχει και ιστορική αξία. Σύμφωνα με την παράδοση , οι πρώτοι κάτοικοι της γνωστής ως «Παλιάς Κακοπετριάς», ήταν δύο βοσκοί. Αυτοί οι βοσκοί, πιθανότατα, προτού εγκατασταθούν στην Κακοπετριά, εργάζονταν ως «μισταρκοί», δηλαδή ως βοηθοί κάποιου κτηνοτρόφου, στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου της Στέγης.

Από τότε αρκετοί κάτοικοι της Κακοπετριάς ήταν βοσκοί. Οι βοσκοί συνήθιζαν να διαμένουν έξω από το χωριό σε μάντρες σε μια ορισμένη τοποθεσία, γνωστή με το όνομα «Καρτερούνι».

Το καλοκαίρι, οι βοσκοί όδευαν με τα κοπάδια τους, προς τα ανατολικό κομμάτι της Κακοπετριάς, όπου το κλίμα ήταν πιο δροσερό, άρα και ιδανικότερο για βοσκή. Όταν μεσημέριαζε, οδηγούσαν τα πρόβατα στο ποτάμι για να ξεδιψάσουν και έπειτα να πλαγιάσουν στις σκιερές όχθες. Κατά το απόγευμα, όταν άλλαζε η πορεία του ήλιου, οι βοσκοί με τα κοπάδια τους πορεύονταν σ’ άλλη δροσερή και σκιερή πλαγιά, που εκείνη τη στιγμή ήταν η δυτική πλευρά του χωριού. Το χειμώνα, η πορεία των βοσκών αντιστρεφόταν, εφόσον αναζητούσαν τις ηλιόλουστες πλαγιές.

Οι βοσκοί είχαν την ικανότητα να ξεχωρίζει ο καθένας τα πρόβατα, του κοπαδιού του. Αυτό γινόταν εφικτό χάρη στη συνήθειά τους να σημαδεύουν τα ζώα, κυρίως με εγκοπές στ’ αυτιά τους.

Ο κάθε βοσκός αναλάμβανε την περίθαλψη των προβάτων του. Γνώριζε πως θα βοηθούσε τα ζώα του σε κάθε περίπτωση, λόγου χάρη σε περίπτωση γέννας, αρρώστιας. Επιπλέον, επίβλεπε τη διατροφή των ζώων του, γιατί σε περίπτωση που έτρωγαν ένα συγκεκριμένο χόρτο, γνωστό ως «ροδόχορτον» θα πέθαιναν.

Οι βοσκοί επιβίωναν κυρίως χάρη στην παραγωγή γάλακτος και παρασκευή των παραγώγων του, όπως το χαλούμι. Μια πηγή εισοδήματος, του βοσκού ήταν η πώληση ζώων, η οποία εντεινόταν κατά την περίοδο του Πάσχα. Την συγκεκριμένη εποχή, ο βοσκός επέλεγε ποια ζώα θα προωθούσε για πώληση και ποια θα κρατούσε για αναπαραγωγή, αλλά και ποια από τα γεροντότερα ζώα έπρεπε να αντικατασταθούν. Σπάνια, οι βοσκοί έσφαζαν ζώα για την προσωπική τους διατροφή και όταν το έκαναν, χρησιμοποιούσαν το δέρμα των ζώων για την κατασκευή συνήθως «βουρκών», δηλαδή ενός είδους σακιδίου.

O υλοτόμος, ήταν άλλο ένα επάγγελμα το οποίο επιβίωσε στην Κακοπετριά. Η ανάπτυξη του συγκεκριμένου επαγγέλματος στην Κακοπετριά δεν είναι τυχαία, εφόσον η περιοχή γειτονεύει με δασώδεις εκτάσεις. Ο υλοτόμος, όδευε προς τις δασώδεις περιοχές, για να κόψει ξύλα και έπειτα να τα μεταφέρει στο χωριό, για πώληση. Η υλοτομία δεν ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρα εργασία, γ’ αυτό συνήθως οι κάτοικοι εξασκούσαν τη συγκεκριμένη ασχολία, ως δεύτερη δραστηριότητα.

Ένα άμεσα συνδεδεμένο επάγγελμα με την υλοτομία, ήταν το επάγγελμα του πελεκάνου, με βασική διαφορά πως ο τελευταίος ασχολείτο με την επεξεργασία του ξύλου. Η ονομασία του προέρχεται από το βασικό εργαλείο του, που δεν είναι τίποτε άλλο από τον «πέλεκη» και την βασική ασχολία του να «πελεκά» το ξύλο.

Ο πελεκάνος αναλάμβανε την κατασκευή της ξύλινης στέγης, των «πορτοπαράθυρων», αλλά και μερικών επίπλων όπως τραπέζια, κρεβάτια, σεντούκια, δηλαδή μπαούλων. Επιπλέον, κατασκεύαζαν διάφορα ξύλινα σκεύη, όπως σκάφες και σκαφίδια για το ζύμωμα και ψωμοσανίδες, γνωστές ως «διαρτοσάνιδα».

Τέλος, η «κτιστιτζή», η τέχνη δηλαδή του κτίστη ήταν μια από τις ασχολίες των κατοίκων της Κακοπετριάς. Παρόλο που το επάγγελμα του κτίστη έχει εξελιχθεί και επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, παρουσιάζει κάποιες διαφορές. Ο κτίστης, της παλαιότερης εποχής, αναλάμβανε εξολοκλήρου την κατασκευή του σπιτιού, δεν υπήρχαν επιμέρους ειδικότητες, παραδείγματος χάρη του «σουβατζή» - για το σοβάτισμα- , του «καλουπτσή»- για την εφαρμογή καλουπιών.

Οι κτίστες, της παλαιότερης εποχής χρησιμοποιούσαν τους πλίνθους, γνωστά ως πλινθάρκα» , πυλό από άχυρα, γνωστό ως «ασερόπυλο». Για τη λιθοδομή χρησιμοποιούσαν κυρίως αποκόμματα πέτρας και χαλίκια, γνωστά ως «ματσαγγάνια», πελεκητές πέτρες ή αλλιώς «κάρτερκα» αλλά και «καντούνες», πελεκητές πέτρες, χρήσιμες κυρίως για τις γωνιές. Μόνο από τα υλικά που χρησιμοποιούσαν, γίνεται κατανοητό πόσο διάφεραν οι κατασκευές τους με τις αντίστοιχες της σημερινής εποχής.

Ο κτίστης, όπως ο πελεκάνος και ο υλοτόμος, ήταν από τα επαγγέλματα, τα οποία δεν πρόσφεραν τόσο ικανοποιητικά έσοδα, ώστε να αποτελούν κύρια απασχόληση.

Παρόλ’ αυτά, μέσα από τα επαγγέλματα αντανακλάται η κοινωνική πραγματικότητα της παλιάς Κακοπετριάς. Οι κάτοικοι της Κακοπετριάς, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, αναγκάστηκαν όπως φάνηκε παραπάνω, να ασχοληθούν παράλληλα με διαφορετικές εργασίες, ακόμη και με τρεις εργασίες ταυτόχρονα.

Πηγές:

Για τα επαγγέλματα του κτίστη, βοσκού και πελεκάνου: Ιωάννης Ιωνάς, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου.

Γενικές πληροφορίες για παραδοσιακά επαγγέλματα της Κακοπετριάς: Παπαδοπούλου Αθανάσιος, Κακοπετριά, Το Γραφικό Θέρετρο της Κύπρου, 1976, εκδ. Δημοτικόν Σχολείον Κακοπετριάς.

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ

Designed & Developed by NETinfo Plc